-
1 ἀπο-σύρω
ἀπο-σύρω, abziehen, abreißen, ἀπέσυρε Theocr. 42, 105; übh. wegschaffen, τὰς ἐπάλξεις Thuc. 7, 43; τὴν ἐπιπολῆς γῆν Pol. 34, 10, 10; τοὺς πολεμίους 10, 15, 1.
-
2 ἀποσύρω
ἀποσύρω [ῡ],A tear away, S.Fr. 416, EM127.19;φλυκταίνας Philum. Ven.33.3
; torn flesh,Gal.
13.457, cf. Orib.44.18.2 ([voice] Pass.);τὰς ἐπάλξεις Th.7.43
; but τοὺς πολεμίους (sc. ἀπὸ τοῦ τείχους) Plb.10.15.1; lay bare, strip,μέτωπον ἐς ὀστέον Theoc.22.105
,τὴν ἐπιπολῆς γῆν Plb.34.10.10
; skim off,τὸ πιμελῶδες Sor.2.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσύρω
См. также в других словарях:
ορυκτός — ή, ό (Α ὀρυκτός, ή, όν) [ορύσσω] 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στη γη και εξορύσσεται με εκσκαφή («ἀποσύραντι τὴν ἐπιπολῆς γῆν εὐθὺς ὀρυκτὸν εὑρίσκεσθαι χρυσόν», Πολύβ.) 2. ο αυτοφυής, δηλ. αυτός που βρίσκεται εκ φύσεως στη γη και δεν… … Dictionary of Greek